σχοινοτένεια

σχοινοτένεια
σχοινοτένεια
moving straight forward
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχοινοτένεια — ἡ, Α [σχοινοτενής] (ποιητ. τ.) ως επίθ. εκτεταμένη, μακρόσυρτη («σχοινοτένεια ἀοιδὰ διθυράμβων», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • σχοινοτένειαν — σχοινοτένεια moving straight forward fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροτενής — ές (AM μακροτενής, ές) 1. αυτός που εκτείνεται πολύ μακριά, ο πολύ εκτεταμένος σε μήκος, διεξοδικός, σχοινοτενής 2. το ουδ. ως ουσ. το μακροτενές η σχοινοτένεια, η μακρότητα νεοελλ. ο πολύ εκτεταμένος σε χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”